ασυνάντητος

ασυνάντητος
η , ο [ος, ογ]
1) не встретившийся (с кем-л.); 2) с которым невозможно встретиться, неуловимый; 3) не имеющий ничего общего, противоположный (о доктринах, намерениях и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ασυνάντητος" в других словарях:

  • ασυνάντητος — και ασυναπάντητος, η, ο εκείνος τον οποίο δεν συναντά κανείς …   Dictionary of Greek

  • ἀσυνάντητον — ἀσυνάντητος not to be met masc/fem acc sg ἀσυνάντητος not to be met neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιασταύρωτος — η, ο 1. αυτός που δε διασταυρώνεται, ασυνάντητος: Μετά το τριακοστό χιλιόμετρο ο δρόμος είναι αδιασταύρωτος. 2. ανεξακρίβωτος: Η πληροφορία μένει ακόμη αδιασταύρωτη. 3. (για ζώα ή φυτά που ανήκουν σε διάφορα είδη) αυτός που δεν αναμείχθηκε με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»